φτάρνισμα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι]]
αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή.