φτάρνισμα
From LSJ
Greek Monolingual
και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι]]
αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή.
και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι]]
αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή.