φταρνίζομαι

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

και φτερνίζομαι και πταρνίζομαι και πτερνίζομαι Ν
εκβάλλω απότομα και με θόρυβο αέρα από το στόμα και τη μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτάρνυμαι, κατά τα ρ. σε -ίζω, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- στο διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό). Οι τ. με -ε- ύστερα από τροπή του -α- με επίδραση του -ρ- (πρβλ. κράβατος: κρεβάτι)].