φυλακιτικός
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
φυλακιτική, φυλακιτικόν, pertaining to police, especially in neut. φυλακιτικόν, τό, tax for maintenance of police, PSI5.509.9 (iii B. C.), PTeb.5.15 (ii B. C.), etc.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φυλακίτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυλακίτας, στους αστυνομικούς της Αιγύπτου («φυλακιτικὸς κλῆρος», πάπ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακιτικόν
το ποσό που κατέβαλλαν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων, αποθηκών ή αγρών για να πληρώνονται οι φυλακῖται.