φυξίπολις
From LSJ
English (LSJ)
[ξῐ], εως, ὁ, ἡ, fleeing the city, banished, Opp.H.1.278.
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, ἡ, aus der Stadt fliehend, verwiesen, verbannt, Oppian. Hal. 1, 278.
Greek (Liddell-Scott)
φυξίπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ φεύγων τὴν πόλιν, ἐξόριστος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 278.
Greek Monolingual
-όλεως, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει εκδιωχθεί από την πόλη, φυγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι- (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + πόλις (πρβλ. σωζόπολις)].