φωτουργός
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
φωτουργόν, light-giving, Prisc.Lyd. 8.15.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που παρέχει φως, που φωτίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].