φόρμουλα
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
η, Ν
1. διαδικαστικός τύπος του ρωμαϊκού δικαίου με τον οποίο ο πραίτωρας παρέπεμπε στον δικαστή την εκδίκαση μιας υπόθεσης χωρίς πανηγυρικούς τύπους
2. ορισμένος τύπος ή κανόνας έκφρασης ιδεών («η κυβέρνηση αναζητεί νέα φόρμουλα για την επίλυση του προβλήματος τών αστικών συγκοινωνιών»)
3. καλούπι
4. (κατ' επέκτ.) μαθηματικός ή χημικός τύπος
5. τύπος αγωνιστικού αυτοκινήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. formula < λατ. formula, υποκορ. του forma «σχήμα, μορφή»].