φύγεθρον
English (LSJ)
τό, a swelling of the glands, especially of the groin or armpit, Ruf. ap. Orib.44.21.1, Heliod. ap. Sch.ad l.c. (iii p.687 D.): also spelt φύγεθλον, Gal.11.72; Lat. phygetron, Cels.5.18.19, 28.10. (Perh. for φλύγ-εθρον, cf. φλυκτίς.)
Greek Monolingual
και δ. γρφ. φύγεθλον, τὸ, ΜΑ
φλεγμονή και εξοίδηση τών αδένων και, ιδίως, αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύγεθρον / φύγεθλον ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα bhl-u- της ρίζας bhl-eu- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. λ. φλύω) και έχει σχηματιστεί με λαρυγγική παρέκταση -γ- της ρίζας (βλ. και λ. φλύω, φλύκταινα) και επίθημα -ε-θρον / -ε-θλον (βλ. λ. -θρον, -θλον), δηλαδή μέσω ενός τ. φλυ-γ-εθρον / φλυ-γ-εθλον με ανομοιωτική αποβολή του -λ- της πρώτης συλλαβής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. phygetron].