φύρα
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
η, Ν
1. (οικον.) η φυσική απομείωση της ποσότητας κάθε υλικού, η οποία επέρχεται κατά τη μεταφορά ή την αποθήκευση του
2. μτφ. α) ελάττωση της πνευματικής ικανότητας, άνοια («έχει φύρα το μυαλό του»)
β) (με περιλπτ. σημ.) όχλος, κατακάθια της κοινωνίας
3. φρ. α) «βιομηχανική φύρα»
(οικον.) η απόκλιση μεταξύ σχεδιαζόμενης και πραγματοποιούμενης βιομηχανικής παραγωγής
β) «φύρα εμπορεύματος»
(οικον.) η φυσική απομείωση της ποσότητας ενός εμπορεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. φυρῶ (πρβλ. γέννα: γεννώ, πύρα: πυρώνω)].