Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
φύρτης: ὁ, (φύρω), ὁ φύρων, Εὐσταθ. Μοναχ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 86, 1, σ. 932.
ὁ, Μ φύρωαυτός που ανακατεύει.