φύρτης

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek (Liddell-Scott)

φύρτης: ὁ, (φύρω), ὁ φύρων, Εὐσταθ. Μοναχ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 86, 1, σ. 932.

Greek Monolingual

ὁ, Μ φύρω
αυτός που ανακατεύει.