χιλιάκις
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
Adv. a thousand times, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1355] adv., tausendmal, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιάκις: ἐπίρρ. χιλίας φοράς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(λόγιος τ.) επίρρ. χίλιες φορές
νεοελλ.
(γενικά) πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + επιρρμ. κατάλ. –άκις (πρβλ. πεντάκις)].