χιλιάκις
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
Adv. a thousand times, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1355] adv., tausendmal, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιάκις: ἐπίρρ. χιλίας φοράς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(λόγιος τ.) επίρρ. χίλιες φορές
νεοελλ.
(γενικά) πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + επιρρμ. κατάλ. –άκις (πρβλ. πεντάκις)].