Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαγιάτι

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. μακρόστενος εξωτερικός σκεπασμένος εξώστης λαϊκής κατοικίας
2. προθάλαμος αγροτικού σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hayat].