χαγιάτι

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. μακρόστενος εξωτερικός σκεπασμένος εξώστης λαϊκής κατοικίας
2. προθάλαμος αγροτικού σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hayat].