χαλκόφι
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Full diacritics: χαλκόφῐ | Medium diacritics: χαλκόφι | Low diacritics: χαλκόφι | Capitals: ΧΑΛΚΟΦΙ |
Transliteration A: chalkóphi | Transliteration B: chalkophi | Transliteration C: chalkofi | Beta Code: xalko/fi |
Ep. gen. from χαλκός, Il.11.351.
gén. épq. de χαλκός.
χαλκόφι: эп. gen. к χαλκός.
χαλκόφῐ: Ἐπικ. γενικ. ἐκ τοῦ χαλκός, ἀντὶ χαλκοῦ, Ἰλ. Λ. 351.
χαλκόφῐ: Επικ. γεν. του χαλκός.