χαριέστερος

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. de χαρίεις.

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ετερόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chariesterus].

Russian (Dvoretsky)

χᾰριέστερος: compar. к χαρίεις.