χαρτέμπορος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
έμπορος χαρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].