χαρτοπαικτικός
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαρτοπαιξία ή στον χαρτοπαίκτη
2. φρ. «χαρτοπαικτική, λέσχη» — κατάστημα στο οποίο παίζονται τυχερά, συνήθως, παιχνίδια με τραπουλόχαρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].