χαρτόσημον

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

το, Ν
1. ένσημο ή επίσημα πάνω σε διάφορα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα
2. φρ. «τέλοςτέλη ή φόρος] χαρτοσήμου» — είδος έμμεσου φόρου που επιβάλλεται κατά την κατάρτιση αποδεικτικών ή συστατικών δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων και του οποίου η είσπραξη γίνεται με επικόλληση ενσήμου ή με τη σύνταξη του αντίστοιχου εγγράφου σε ειδικό φύλλο χαρτιού με επισήμανση τέλους, που εκδίδει το υπουργείο Οικονομικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + σήμα. Αρχική σημ. της λ. πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «χάρτης σεσημασμένος». Η λ., στον λόγιο τ. χαρτόσημον, μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].