χιλιάριθμος
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
[ᾰ], ον, numbering 1,000 men, in phrase -αρίθμου ἡγήτωρ στρατιῆς = Lat. tribunus militum, JRS 2.90 (Antioch.Pisid.).
Greek (Liddell-Scott)
χιλιάριθμος: χρόνος, πολύς, μακρός, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 45, ἔκδ. Mil.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που αριθμεί χίλιους άνδρες
2. (για χρόνο) ο υπερβολικά μακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + ἀριθμός (πρβλ. εἰκοσάριθμος)].