χιονοπόλεμος

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες ρίχνουν χιονόμπαλες ο ένας στον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].