χλιώδης
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
χλιῶδες, slightly hot, πυρετός Herod.Med. ap. Orib.6.20.23.
Greek (Liddell-Scott)
χλιώδης: -ες, ὀλίγον θερμός, ὑπόθερμος, μαλακοὶ πυρετοὶ καὶ χλιώδεις Ὀρειβάσ. τ. 1. σ. 502.
Greek Monolingual
-ες / χλιώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του χλιαίνω + κατάλ. -ώδης (πρβλ. φλεγμώδης)].