χολορραγία

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. χολόρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + -ρραγία (< -ρραγής < ρήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. αιμορραγία].