χοντρουλός

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
χοντρούλης, χοντρούλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. -ουλός (πρβλ. παχουλός)].