χορτόπλεκτος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πλεγμένος με Χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. καλαμό-πλεκτος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].