χρεώμενος

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεώμενος Medium diacritics: χρεώμενος Low diacritics: χρεώμενος Capitals: ΧΡΕΩΜΕΝΟΣ
Transliteration A: chreṓmenos Transliteration B: chreōmenos Transliteration C: chreomenos Beta Code: xrew/menos

English (LSJ)

Ion. part. of χράομαι, Il.23.834.

German (Pape)

[Seite 1371] s. χράομαι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ion. c. χρώμενος, part. de χράομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρεώμενος: ион. part. к χράομαι I.

Greek (Liddell-Scott)

χρεώμενος: Ἰων. μετοχ. τοῦ χράομαι, ἕξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος Ἰλ. Ψ. 834.

English (Autenrieth)

see χράομαι.

Greek Monolingual

-ένη, -ον Α
ιων. τ. της μτχ. του ρ. χρῶμαι.

Greek Monotonic

χρεώμενος: Ιων. μτχ. του χράομαι.