χριστάγκαθο

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία είδους του φυτού σκόλυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + αγκάθι].