χρονοδιάγραμμα

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. γραφική παράσταση της οποίας ο άξονας τεταγμένων υποδιαιρείται σε κλάσματα χρόνου, έτσι ώστε οι διακυμάνσεις του μετρούμενου στον άξονα τών τετμημένων μεγέθους να απεικονίζονται κατά τη σειρά της χρονικής τους διαδοχής
2. (γενικά) προγραμματισμένος καθορισμός τών χρονικών ορίων πραγματοποίησης τών επιμέρους ενεργειών για την ολοκλήρωση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronogram < χρόνος + -γράμμα, που αποδόθηκε με τη λ. διάγραμμα.