χρονοκρατορία
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
v. χρονοκράτωρ, χρονοκρατορέω.
Greek Monolingual
ἡ, Α χρονοκράτωρ, -ορος]
αστρολ. κυριαρχία κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου.