χρυσίο
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
το / χρυσίον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρουσίον Α χρυσός (Ι)]
1. χρυσά νομίσματα
2. (κατ' επέκτ.) πολλά χρήματα, πλούτος
αρχ.
1. κομμάτι χρυσού
2. πλάκα ή κόσμημα χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», Θουκ.)
3. χρυσή κλωστή
4. προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («δεῡρό νυν, ὦ χρύσιον» — έλα τώρα, χρυσό μου, Αριστοφ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῶν παιδίων αἰδοῖον».