χρυσεόδους
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
όδοντος, ὁ, ἡ, gold-pronged, τρίαινα Lyr. in Mitteil. aus d. Papyrussamml. d. Nationalbibliothek in Wien 1(1932).138.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χρυσά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὀδούς, -όντος (πρβλ. ὀξυόδους)].