χρυσοθώραξ
From LSJ
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, ἡ, with breastplate of gold, Iamb. post Polem.p.49 Hinck, Tz.H.1.993.
German (Pape)
[Seite 1380] ακος, mit goldenem Brustharnische, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων θώρακα χρυσοῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 1. 993.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Μ
αυτός που φορεί χρυσό θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + θώραξ (πρβλ. ἀργυροθώραξ)].