χρωτίδιον
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
τό, Dim. of χρώς, Cratin.302 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1384] τό, dim. von χρώς, Cratin. im E. M.
Greek (Liddell-Scott)
χρωτίδιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ χρώς, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 23, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 3.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μαλακή, τρυφερή επιδερμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώς, χρωτός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σωληνίδιον)].