χυδαιόγλωσσος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
-η, -ο, Ν
αυτός που χρησιμοποιεί χυδαία, απρεπή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Χρ. Φιλητά].