χυλόω
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
A convert into juice, make a decoction or infusion of a thing, τι Hp.Mul.2.209:—Pass., to be converted into juice or chyle, Ti.Locr.101a; κεχυλωμένη τροφή Gal.14.718, cf. Nat.Fac.3.4: have the juice extracted, ῥίζαι χυλωθεῖσαι Dsc. 2.181.
b to be moistened, Eust. 1552.33.
II extract the juice of, μῆλα Gp.8.27.2.
German (Pape)
[Seite 1384] 1) Saft machen, zu Saft machen, in Saft, bes. Nahrungssaft verwandeln, pass., Tim. Locr. 101 a. – 2) den Saft ausziehen, ausdrücken. – 3) mit Saft benetzen, anfeuchten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χῡλόω: μεταβάλλω εἰς χυλόν, σχηματίζω ἐκχύλωσιν ἢ ἀφέψημα πράγματός τινος, τι Ἱππ. 674. 24. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς χυλόν, Τίμ. Λοκρ. 101Α· ῥίζαι χυλωθεῖσαι Διοσκ. 2. 212· ὑγραίνομαι, βρέχομαι, Εὐστ. 1552. 33. ΙΙ. ἐξάγω τὸν χυλὸν ἔκ τινος, μῆλα Γεωπον. 8. 27, 2.