χυμάτιον
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of
A χύμα 2, Inscr.Délos 396B74, 1409Ba i101(ii B. C.).
2 χ. στύρακος, lump of styrax, Aët.16.136(146).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ χύμα, -ατος
μσν.
φρ. «χυμάτιον στύρακος» μικρή ποσότητα, βώλος από ρητινώδες κόμμι του αρωματικού φυτού στύραξ
αρχ.
μικρό χύμα, μικρός όγκος μετάλλου.