χόρτινος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1367] von Gras, Heu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χόρτῐνος: -η, -ον, ὁ του χόρτου, εἰς χόρτον ἀνήκων, ἄνθος Νεῖλος ἐν Orelli Opusc. σ. 34, πρβλ. χόρτος ΙΙ.

Greek Monolingual

-η, -ο / χόρτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χόρτο
2. χορταρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. κρίθινος)].