ψεδνόομαι
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
Pass., become bald, S.E.M.1.255.
Greek (Liddell-Scott)
ψεδνόομαι: Παθ., γίνομαι ψεδνός, φαλακρός, κεφαλή ἐψέδνωτο ῥυεισῶν τῶν τριχῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 255.
Russian (Dvoretsky)
ψεδνόομαι: становиться лысым, плешиветь (ἡ κεφαλή τινος ἐψέδνωτο Sext.).