ψυχολογώ
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
ψυχολογῶ, -έω, ΝΜ
νεοελλ.
1. (αμτβ.) ασχολούμαι με την ψυχολογία, είμαι ψυχολόγος
2. (μτβ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις ψυχικές διαθέσεις κάποιου
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχολογημένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται ύστερα από σωστή μελέτη τών ψυχικών διαθέσεων ενός προσώπου ή ενός συνόλου («ψυχολογημένη ενέργεια»)
μσν.
συλλέγω με την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη μσν. σημ. < ψυχή + -λογῶ. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. < ψυχολόγος].