ψυχολόγος

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
1. (ψυχολ.) επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχολογία
2. (γενικά) άτομο που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologiste (< ψυχή + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].