ψυχοπονώ

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ψυχοπονῶ, -έω, ΝΜ, και ψυχοπονάω, μέσ. και ψυχοπονιέμαι, Ν
(ενεργ. και μέσ.) συμμερίζομαι τον πόνο κάποιου, τον συμπονώ
μσν.
αισθάνομαι ψυχικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -πονῶ (< -πόνος < πόνος)].