ψυχοχάρτι
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. σημείωμα στο οποίο έχουν γραφεί τα ονόματα τών νεκρών μιας οικογένειας, για να τά μνημονεύσει ο ιερέας κατά τη θεία λειτουργία, ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους
2. συγχωροχάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + χαρτί (πρβλ. συγχωροχάρτι)].