ψωριώδης

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

German (Pape)

[Seite 1406] ες, = ψωροειδής, Io. Laur. Lyd.

Greek (Liddell-Scott)

ψωριώδης: -ες, = τῷ ἑπομ., Ἰω. Λυδ. περὶ Διοσημ. 33.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
βλ. ψωρώδης.