ωκύνοος

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει ταχεία αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀξύνοος)].