ωμογέρων

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει γεράσει πρόωρα
μσν.
ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα
αρχ.
ακμαίος, ζωηρός γέροντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων.