γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
-οντος, ὁ, ΜΑαυτός που έχει γεράσει πρόωραμσν.ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρααρχ.ακμαίος, ζωηρός γέροντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων.