жесткость
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
Russian > Greek
σκληρόν, σκληρία, περισκέλεια, σκληρότης, στερεότης, τραχύτης, τὸ κατεστυμμένον