περισκέλεια
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ἡ,
A hardness, harshness, τῶν ἀναγκαίων Porph.Marc.2.
2 difficulty, Arist.Fr. 29. (Written περισκελία, Antyll.(?)ap. Orib.8.6.6,al., Paul.Aeg.6.112.)
German (Pape)
[Seite 591] ἡ, Dürrheit, übertr. Hartnäckigkeit, Schwierigkeit für die Behandlung, Arist. bei Sext. Emp. adv. geom. 57 u. sp. Medic.
Russian (Dvoretsky)
περισκέλεια: ἡ досл. жесткость, перен. трудность Arst., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
περισκέλεια: ἡ, ξηρότης, σκληρότης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 27, Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν 2· περισκελία παρὰ Παύλ. Αἰγ. 6. 112, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβ. σ. 170 Matth.
Greek Monolingual
και περισκελία, ἡ, Α [[[περισκελής]] (Ι)]
1. σκληρότητα, σφοδρότητα, τραχύτητα
2. μτφ. άκαμπτη επιμονή, σκληρότητα.
Translations
difficulty
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی