медлительный
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Russian > Greek
χρόνιος, σχολαῖος, ἀμβολιεργός, βραδύς, νωχελής, νωθής, ὀκνηρός, μελλητικός, ὑστερόπους, ἁβροβάτης, δυσκίνητος, δυσκίνατος
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
χρόνιος, σχολαῖος, ἀμβολιεργός, βραδύς, νωχελής, νωθής, ὀκνηρός, μελλητικός, ὑστερόπους, ἁβροβάτης, δυσκίνητος, δυσκίνατος