наемный
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Russian > Greek
ξενικός, ὠνητός, μισθαρνικός, μισθωτικός, θητικός, μισθοφορικός, μισθωτός, ἐπακτός, ὑπόμισθος, μισθοφόρος, ὑπηρετικός, ἔμμισθος