στηριγμός
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ὁ,
A being fixed, standing still, τῶν πλανήτων ἀστέρων D.S.1.81, cf. Gem.1.20, Plu.2.76d, Theo Sm.p.148 H., Ptol.Tetr.22, Vett.Val.34.28, al., PPar.19 bis ΙΙ, 13 (iii A.D.), Paul.Al.G.1, Theol.Ar.15, Cat.Cod.Astr.8(4).241.
2 fixedness, of steady light, opp. flashing, Arist.Mu.395b7.
3 metaph., ἐκπεσεῖν τοῦ ἰδίου σ. from your proper firmness, 2 Ep.Pet.3.17.
4 Rhet., sustaining of the voice on certain words or syllables, so as to give them force, αἱ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.Comp.20; στηριγμοὺς ἔχειν πρὸς ἄλληλα τὰ ὀνόματα mutual support, buttressing, Longin.40.4; cf. ἀντιστηριγμός.
German (Pape)
[Seite 942] ὁ, das Feststellen, Stützen, Gründen; – das Feststehen, der Stillstand, z. B. der Planeten, Arist. mund. 4 p. 395; Plut. de prof. virt. sent. p. 245 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fixité, particul. station des planètes;
NT: fermeté ; stabilité.
Étymologie: στηρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στηριγμός -οῦ, ὁ [στηρίζω] het stevig staan, standvastigheid.
Russian (Dvoretsky)
στηριγμός: ὁ
1 задержка, застой (διάλειμμα καὶ σ. Plut.);
2 остановка, неподвижность, покой (τῶν ἀστέρων κινήσεις καὶ στηριγμοί Diod.);
3 постоянный (ровный) свет: ὁ μὲν ἐξακοντισμός, ὁ δὲ σ. Arst. свет мерцающий (и) свет ровный;
4 грам. слоговое ударение;
5 (душевная), твердость NT.
English (Strong)
from στηρίζω; stability (figuratively): steadfastness.
English (Thayer)
στηριγμοῦ, ὁ (στηρίζω), firm condition, steadfastness: of mind, Diodorus 1,81; Plutarch, mor., p. 76d.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στηρίζω, στήριξη, στήριγμα
νεοελλ.
αστρον. το σημείο της φαινομένης τροχιάς ενός πλανήτη, κατά το οποίο εκείνος, ενώ μεταβάλλει φορά κινήσεως, φαίνεται να στέκεται ακίνητος
μσν.-αρχ.
μτφ. σταθερότητα, βεβαιότητα, ασφάλεια («ἵνα μὴ τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ συναπαχθέντες ἐκπέσητε τοῦ ιδίου στηριγμοῦ», ΚΔ)
αρχ.
1. το να είναι κάτι στηριγμένο και ακίνητο, ακινησία, στάση («τάς τε τῶν πλανητῶν ἀστέρων κινήσεις καὶ περιόδους καὶ στηριγμούς», Διόδ.)
2. (σχετικά με φως), ευστάθεια, σταθερότητα
3. (ρητ.) η διάρκεια της φωνής ή η εμφαντικότερη προφορά λέξεων ή συλλαβών κατά την απαγγελία («αἱ μακραὶ συλλαβαὶ στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα», Διον. Αλ.).
Greek Monotonic
στηριγμός: ὁ, το να στηρίζει, να υποστηρίζει κάποιος κάτι· και (με Παθ. σημασία), σταθερότητα, ευστάθεια, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
στηριγμός: ὁ, τὸ στηρίζειν ἀσφαλῶς, ὑποστηρίζειν, τινος Ἐκκλ. ΙΙ. Παθ., τὸ νὰ εἶναί τις ἐστηριγμένος, ἡσυχία, ἀκινησία, τῶν πλανητῶν Διόδ. 1. 81, πρβλ. Πλούτ. 2.76D. 2) σταθερότης, εὐστάθεια, ἐπὶ φωτὸς εὐσταθοῦς ἢ ὁμαλοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐξαστράπτον, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 23· ἐκπεσεῖν τοῦ ἰδίου στ., ἐκ τῆς προσηκούσης εὐσταθείας σας, Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 17. 3) ἐν τῇ Ρητορ., ἡ διάρκεια τῆς φωνῆς ἐπί τινων λέξεων ἢ συλλαβῶν πρὸς ἐνίσχυσιν αὐτῶν, αἱ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, πρβλ. Λογγῖν. 40. 4· οὕτως, ἀντιστηριγμός, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.
Middle Liddell
στηριγμός, οῦ, ὁ,
a propping, supporting; and (in pass. sense) fixedness, steadfastness, NTest.
Chinese
原文音譯:sthrigmÒj 士帖里格摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:站(定) (堅實性)
字義溯源:穩定,堅持,堅定,堅固地步,堅固;源自(στηρίζω)=固定),而 (στηρίζω)出自(ἵστημι)*=站)。比較: (στερέωμα)=被確立的
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 堅固地步(1) 彼後3:17