острог
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Russian > Greek
ἀναγκαῖον, ἀπόκλεισμα, ἀποκλεισμός, δεσμοφυλάκειον, δεσμωτήριον, δικαιωτήριον, εἰργμός, εἱργμός, εἰρκτή, εἱρκτή, ἑρκτή, κάρκαρον, κάρκαρος, οἴκημα, ὁρκάνα, ὁρκάνη, ὀχύρωμα, συγκλειστήριον, σωματοτροφεῖον, τήρησις, τηρητήριον, φρουρά, φρούριον, φυλακή