предписание
From LSJ
Russian > Greek
πρόσταγμα, σύγγραμμα, δικαίωσις, ἐπιστολή, ἐφετμή, ἐπίσκηψις, ἐπικέλευσις, πρόσταξις, ἐπίταγμα, ἐπιταγή, ῥήτρα, ῥήτρη, τάγμα, δικαίωμα, ἀξίωμα, τὸ προσταχθέν, τὸ προστεταγμένον, τὸ προσταχθησόμενον, προσταχθέν, προστεταγμένον, προσταχθησόμενον