ἐπιταγή

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτᾰγή Medium diacritics: ἐπιταγή Low diacritics: επιταγή Capitals: ΕΠΙΤΑΓΗ
Transliteration A: epitagḗ Transliteration B: epitagē Transliteration C: epitagi Beta Code: e)pitagh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπιτάσσω)
A = ἐπίταγμα, Plb.13.4.3, LXX 1 Es.1.18; ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς = but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws D.S.1.70; τὰς ἐ. δυσχερῶς φέροντες Plb.21.6.1; imposition of taxes, αἱ ἐπιταγαί τῶν εἰσφορῶν D.H.4.19.
2 especially of oracles or divine commands, κατ' ἐπιταγήν = by way of command, by order, by commandment, by command, in accordance with the command SIG1153 (Athens); κατ' ἐπιταγήν τοῦ θεοῦ = by command of God JHS26.28, etc.; κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ = by command of the eternal God Ep.Rom.16.26, cf. 1 Ep.Cor.7.6.

German (Pape)

[Seite 989] ἡ, der Auftrag, Befehl, Pol. 13, 4, 3; νόμων D. Sic. 1, 70; das Aufgelegte, Tribut, Pol. 21, 4, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτᾰγή:
1 приказание, предписание, веление (νόμων Diod.; τοῦ θεοῦ NT);
2 дань Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰγή: ἡ, (ἐπιτάσσω) = τῷ ἑπομ., Πολύβ. 13. 4, 3· νόμων ἐπιταγαὶ Διόδ. 1. 70. 2) ἐπιβεβλημένος φόρος, Πολύβ. 21. 4, 1.

Spanish

orden, mandato

English (Strong)

from ἐπιτάσσω; an injunction or decree; by implication, authoritativeness: authority, commandment.

English (Thayer)

ἐπιταγῆς, ἡ (ἐπιτάσσω), an injunction, mandate, command: μετά πάσης ἐπιταγῆς, with every possible form of authority, κατ' ἐπιταγήν, by way of command, Polybius, Diodorus.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιταγή) επιτάσσω
διαταγή, προσταγή, εντολή, παραγγελία
(α. «κατ’ ἐπιταγήν» — με διαταγή, με εντολή
β. «οι επιταγές τών καιρών» — αυτά που οι τωρινές συγκυρίες επιβάλλουν
γ. («ἀλλ’ ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
1. «ταχυδρομική επιταγή» — ειδικό έντυπο που μέσω ταχυδρομείου διακινεί χρηματικά ποσά
2. (εμπ. δίκ.) ειδικό έντυπο με το οποίο ο εκδότης δίνει εντολή σε τράπεζα ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου (πληρωτής) να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο (δικαιούχος) χρηματικό ποσό, κν. τσεκ
3. (πολ. δικ.) αντίγραφο εκτελεστή τίτλου που κοινοποιείται από τον δανειστή στον οφειλέτη
4. «τραπεζική επιταγή» — η έγγραφη υπόσχεση της τράπεζας που εκδίδει την επιταγή ότι είναι στη διάθεση του δικαιούχου το αναφερόμενο ποσό
5. «ακάλυπτη επιταγή» — αυτή που εκδίδεται χωρίς αντίκρισμα
6. «δίγραμμη επιταγή» — αυτή που φέρει στο πρόσθιο μέρος δύο παράλληλες γραμμές, ανάμεσα στις οποίες ο εκδότης γράφει την τράπεζα όπου μπορεί να γίνει η πληρωμή της επιταγής αυτής
αρχ.
επιβολή φόρου, φορολογία («τάς ἐπιταγάς δυσχερῶς φέροντες», Πολ.).

Chinese

原文音譯:™pitag» 誒披-他給
詞類次數:名詞(7)
原文字根:在上-規定
字義溯源:命令,規條,法令,吩咐,強制令,權柄;源自(ἐπιτάσσω)=在安排,吩咐);由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(τάσσω)*=處理,安排)組成。保羅使用這字,六次意為命令,一次意為權柄( 多2:15)。參讀 (διάταγμα)同義字
出現次數:總共(7);羅(1);林前(2);林後(1);提前(1);多(2)
譯字彙編
1) 命令(6) 羅16:26; 林前7:6; 林前7:25; 林後8:8; 提前1:1; 多1:3;
2) 權柄(1) 多2:15

Léxico de magia

orden, mandato de origen divino διατέλει ἀψευδῶς, κύριε, ὕπαρ πάσης πράξεως πρὸς ἐπιταγὴν ἁγίου πνεύματος cumple sin engaño, señor, la visión de cada práctica, de acuerdo con el mandato del sagrado espíritu P III 289 τοῦ<το> γὰρ ἐποίησα κατ' ἐπιταγὴν Πανχουχι pues esto lo hice por orden de Pankuki P VII 480 ἀφ' ἧς ἂν παραιτῶ ὥρας ἐν τούτῳ τῷ παραφίμῳ, κατ' ἐπιταγὴν τοῦ ὑψίστου θεοῦ Ἰάω desde la hora en que yo lo pida en este hechizo, por orden del dios altísimo Iao P XII 62 P LXII 30 ἀνάπεμψον τάχος τῇ νυκτὶ ταύτῃ <κατ'> ἐπιταγὴν τοῦ θεοῦ envíamelo rápido en esta noche, por mandato del dios P XIV 11 εὐχαριστῶ ὑμῖν, ὅτι ἤλθατε κατ' ἐπιταγὴν θεοῦ os doy las gracias, porque vinisteis por orden del dios P LXII 36

French (New Testament)

ῆς (ἡ) ordre ; commandement ; autorité
ἐπιτάσσω